- ανατήκω
- ἀνατήκω (Α)1. λειώνω, αναλύω (μέταλλο)2. χαλαρώνω, κάνω μαλθακό, εξασθενώ (το σώμα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνανατήκω — Α λειώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνατήκω «λειώνω, αναλύω»] … Dictionary of Greek